χηνοποδιίδες

χηνοποδιίδες
οι, Ν
βοτ. οικογένεια δικοτυλήδονων αγγειόσπερμων φυτών τής τάξης καρυοφυλλώδη ή, κατ' άλλους, τής τάξης κεντρόσπερμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chenopodiaceae < chenopodium (βλ. λ. χηνοπόδιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κεντρόσπερμα — (centrospermae). Τάξη αγγειοσπέρμων δικοτυλήδονων φυτών. Περιλαμβάνει 12 οικογένειες και περισσότερα από 10.000 είδη. Για την τάξη αυτή έχει χρησιμοποιηθεί και η ονομασία καρυοφυλλίδες (caryophyllaceae), λόγω της κεντρικής διευθέτησης του… …   Dictionary of Greek

  • κοχία — Μονοετής πόα της οικογένειας των χηνοποδιωδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι Kochia scoparia. Συναντάται ημιαυτοφυής στην Κρήτη με την ονομασία νεροκυπάρισσο. Το ώριμο φυτό έχει ύψος 50 150 εκ. και φέρει πολλούς κλάδους που… …   Dictionary of Greek

  • σαλικόρνια — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια χηνοποδιίδες τής τάξης καρυοφυλλώδη, με 8 περίπου είδη, από τα οποία στην Ελλάδα απαντούν δύο, κοινώς γνωστά ως αλμυρίδια ή αρμυρίδια και καλλιεργούμενα ως λαχανικά …   Dictionary of Greek

  • σαλσόλα — η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια χηνοποδιίδες τής τάξης καρυοφυλλώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. salsola < ιταλ. salsola «είδος φυτού» < salso (< λατ. salsus «αλατισμένος»)] …   Dictionary of Greek

  • σπανάκι — Μονοετές λαχανικό της οικογένειας των Χηνοποδιιδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονική ονομασία σ. το λαχανώδες. Κατάγεται από την Ασία και ήταν άγνωστο στους αρχαίους Έλληνες. Στην Ευρώπη άλλωστε έγινε γνωστό περίπου το 1000 μ.Χ. Από τότε, η… …   Dictionary of Greek

  • τεύτλο — το / τεῡτλον ΝΑ, και μτγν. απ. τ. σεῡτλον Α καθεμία από τις καλλιεργούμενες μορφές τού είδους Beta vulgaris ή Beta maritima, το οποίο, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στο γένος βέτα ή μπέτα τής οικογένειας χηνοποδιίδες, που …   Dictionary of Greek

  • χηνοποδικά — τα, Ν βοτ. (παλ. τ.) η οικογένεια χηνοποδιίδες …   Dictionary of Greek

  • χηνοπόδιο — το, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, τυπικό τής οικογένειας χηνοποδιίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chenopodium < χην, χηνός + πόδι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”